- παραμόρφωση
- Μεταβολή της μορφής ενός πράγματος προς το χειρότερο, το κάνω διαφορετικό, το κάνω αγνώριστο. Π. λέγεται και για τον άνθρωπο: «τα εγκαύματα του παραμόρφωσαν το πρόσωπο», «είναι ανάπηρος και με παραμορφωμένα μέλη». Λέγεται και για γραπτά ή προφορικά κείμενα: «παραμόρφωσε το έγγραφο», «παραμόρφωσε τα λόγια μου».
Στην ιατρική αναφέρεται και η νόσος παραμορφωτική αρθρίτιδα.
Στην οπτική, π. είναι το φαινόμενο που παρατηρείται σε ένα σύστημα φακών απαλλαγμένο από άλλες εκτροπές, όταν κατά την απεικόνιση ενός αντικειμένου το γεωμετρικό σχήμα του ειδώλου του δεν προκύπτει όμοιο προς αυτό. Το ελάττωμα αυτό εξαλείφεται με την κατάλληλη τοποθέτηση ενός διαφράγματος μεταξύ των φακών και με τη ρύθμιση του ανοίγματος της οπής του ίδιου διαφράγματος.
Στην ηλεκτρονική, λέγεται γενικά ότι συμβαίνει π. όταν η μορφή του σήματος, που λαμβάνεται στην έξοδο μιας ηλεκτρονικής διάταξης, διαφέρει από τη μορφή του εφαρμοζόμενου σήματος στην είσοδο της ίδιας διάταξης. Τα ηλεκτρικά σήματα, κατά τη μετάδοσή τους μέσα από καλώδια ή συσκευές, είναι δυνατόν να παρουσιάσουν διάφορες π., οι οποίες μπορούν να ταξινομηθούν βασικά σε τρεις κατηγορίες: α) π. συχνότητας, όταν η απολαβή ενός ενισχυτή, για παράδειγμα, δεν είναι η ίδια για όλες τις συχνότητες που προορίζεται να ενισχύσει, β) μη γραμμική π., όταν στην έξοδο μιας ηλεκτρονικής διάταξης εμφανίζονται νέες συχνότητες, που έχουν παραχθεί από την ίδια διάταξη· η π. αυτή παρουσιάζεται όταν το χρησιμοποιούμενο τμήμα της χαρακτηριστικής καμπύλης απόκρισης δεν είναι ευθύγραμμο, όπως είναι για παράδειγμα η χαρακτηριστική καμπύλη μιας ηλεκτρονικής λυχνίας (χαρακτηριστική καμπύλη λέγεται η γραφική παράσταση που απεικονίζει τις μεταβολές του ανοδικού ρεύματος, π.χ. μιας τριοδικής λυχνίας, σε συνάρτηση με τις μεταβολές της τάσης εσχάρας της ίδιας λυχνίας). Το αποτέλεσμα αυτής της π. είναι η εισαγωγή αρμονικών συχνοτήτων πολλαπλάσιων της συχνότητας του σήματος εισόδου, και φθίνοντος πλάτους· γ) π. φάσης, που οφείλεται στη διαφορετική ταχύτητα μετάδοσης των διαφόρων συχνοτήτων μέσω της διάταξης, με αποτέλεσμα τη διαφορετική μετατόπιση της αρχικής φάσης αυτών στην έξοδο.
Η εξάλειψη της π. έχει ιδιαίτερα μεγάλη σημασία σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ήχοι ή εικόνες μετατρέπονται σε ηλεκτρικά σήματα ή και αντίστροφα. Πράγματι, τα ηλεκτρικά χαρακτηριστικά αυτών των σημάτων (πλάτος, συχνότητα, φάση) συνδέονται προς τα χαρακτηριστικά των ήχων και των εικόνων, γι’ αυτό, μια π. του σήματος προκαλεί πάντοτε ελαττώματα κατά την αναπαραγωγή. Γενικά, η π. εμφανίζεται σε μια ηλεκτρονική διάταξη όταν τα στοιχεία που τη συνθέτουν (πυκνωτές, αντιστάσεις, μετασχηματιστές, λυχνίες, τάσεις κλπ.) δεν έχουν τη σωστή προσαρμογή μεταξύ τους, ή ακόμα όταν απαιτούνται άλλες επιδόσεις, όπως για παράδειγμα μια υψηλότερη ενίσχυση.
Στη φυσική ακουστική, δηλαδή στα φαινόμενα που συνδέονται με τη διάδοση του ήχου στον αέρα, η π. σχετίζεται με ήχους υψηλής έντασης, και μάλιστα, με την ανάπτυξη της αεροναυτικής, θεωρείται ότι οι κλασικές εξισώσεις των ηχητικών κυμάτων, σύμφωνα με τις οποίες το πλάτος της ηχητικής πίεσης μπορεί να θεωρηθεί απειροστό συγκριτικά με την ατμοσφαιρική πίεση, δεν ισχύουν για ηχητικές στάθμες πίεσης ανώτερες των 140 ντεσιμπέλ· αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη σταθερή παρουσία μη γραμμικής π. Η παραπάνω τιμή της ηχητικής πίεσης υπερκαλύπτεται συνήθως σε χώρους όπως τα αεροδρόμια, κοντά σε αεροπλάνα που αναχωρούν.
Όταν η παραμόρφωση του ανθρώπινου σώματος εμπνέει τη ζωγραφική: τμήμα από τους «Ζητιάνους», πίνακα του Φλαμανδού ζωγράφου Πήτερ Μπρέγκελ του Πρεσβύτερου, (15ος αι.).
* * *η1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραμορφώνω, η μεταβολή τής μορφής ενός πράγματος έτσι ώστε να φαίνεται διαφορετικό2. η αλλαγή τής μορφής ενός πράγματος προς το χειρότερο3. μτφ. παραποίηση, αλλοίωση, διαστρέβλωση («η παραμόρφωση τών γεγονότων ήταν καταφανής»)νεοελλ.1. ανθρωπολ. τροποποίηση τής εμφάνισης μέρους τού σώματος με συμβολική, μαγική ή θρησκευτική, σημασία2. (επικοιν.) διαφορά σε τηλεγραφική διαμόρφωση, ανάμεσα στη μεγαλύτερη και στη μικρότερη καθυστέρηση κατά τη μετάδοση τών σημάτων3. αλλοίωση ήχου, που εκδηλώνεται όταν η καμπύλη που παριστάνει την κίνηση τού αναπαραγωγού συστήματος σε συνάρτηση με τον χρόνο δεν είναι αυστηρώς ταυτόσημη με την καμπύλη που παριστάνει την κίνηση τής ηχητικής πηγής4. (ηλεκτρολ.) αλλοίωση ενός ηλεκτρικού πεδίου εξαιτίας τής επίδρασης ενός άλλου πεδίου5. (στατ.) φαινόμενο που αφαιρεί τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα ενός στατιστικού αποτελέσματος όταν τό εξάγει συστηματικά λανθασμένο6. (μηχαν.) η αλλοίωση τού σχήματος και τού μεγέθους τών στερεών σωμάτων ως συνέπεια εξωτερικών δυνάμεων ή ροπών7. αλλοίωση τού σχήματος ενός κύματος κατά τη μετάδοσή του8. φρ. α) «παραμόρφωση δομικών κατασκευών»τεχνολ. η αλλαγή τού σχήματος και τών διαστάσεων τών κατασκευών ως συνέπεια τής επενέργειας τών εξωτερικών φορτίων, τού δικού τους βάρους και τών αυξομειώσεων τής θερμοκρασίαςβ) «παραμόρφωση ελαστική»(μηχανολ.) παραμόρφωση ενός υλικού η οποία παύει να υπάρχει μόλις σταματήσει να επενεργεί η δύναμη καταπόνησηςγ) «παραμόρφωση οπτική» — ένα από τα είδη σφαλμάτων στις παραστάσεις τών οπτικών συστημάτων που οφείλεται στις διαφορετικές μεγεθύνσεις για διάφορα τμήματα τής παράστασηςδ) «παραμόρφωση πλαστική»(τεχνολ.-φυσ.) παραμόρφωση που παραμένει και μετά την κατάργηση τής δύναμης που τήν προκάλεσεε) «παραμόρφωση πλάτους»(ραδιοηλ.) η αδυναμία τού ενισχυτή να ενισχύσει ομοιόμορφα όλες τις συχνότητες, με πιο συνήθη την ασθενέστερη ενίσχυση τών πολύ χαμηλών και τών πολύ υψηλών συχνοτήτων σε σχέση με τις ενδιάμεσεςστ) «παραμόρφωση συχνότητας»(ραδιοηλ.) η αλλοίωση τού σήματος που οφείλεται στην πρόσθεση ανεπιθύμητων συχνοτήτων στο σήμα εξόδου λόγω τής αλληλεπίδρασης τών κυκλωμάτων τού ενισχυτήζ) «παραμόρφωση φάσης» — η κατάσταση που δημιουργείται από τη διαφορά φάσης μεταξύ τού σήματος εισόδου και τού σήματος εξόδου, η οποία οφείλεται στη λειτουργία τών στοιχείων τού ενισχυτή.[ΕΤΥΜΟΛ. < παραμορφώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Β. Ι. Κιατίπη].
Dictionary of Greek. 2013.